- μεσοχρονία
- μεσοχρονία, ἡ (Α)η μέση περιόδος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μεσοχρόνιος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πίστη — η / πίστις, εως, ΝΜΑ, ιων. τ. γεν. ιος, Α 1. η αφηρημένη έννοια τού πιστεύω, η παραδοχή ενός πράγματος ως αληθινού, εμπιστοσύνη 2. η υποκειμενική βεβαιότητα σχετικά με ένα πράγμα ή μια κατάσταση 3. η εμπορική υπόληψη, το να θεωρεί κανείς ότι… … Dictionary of Greek